Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλλακτική

См. также в других словарях:

  • ἀλλακτική — ἀλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»