-
1 αλλακτικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство обмена, мена, меновая торговля Plat. -
2 αλλακτική
-
3 ἀλλακτική
-
4 αλλακτικον
τό Plat. = ἀλλακτική См. αλλακτικη
См. также в других словарях:
ἀλλακτική — ἀλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… … Dictionary of Greek