-
1 αλκτήρ
-
2 ἀλκτήρ
-
3 ἀλκτήρ
1 helper against, protector from c. gen.Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
-
4 ἀλκτήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλκτήρ
-
5 ἀλκτήρ
A one who wards off, protector from a thing, c. gen., ἀρῆς, κυνῶν καὶ ἀνδρῶν, Il.18.100, Od.14.531;νούσων Pi.P.3.7
. -
6 αλκτήρα
-
7 ἀλκτῆρα
-
8 αλκτήρας
-
9 ἀλκτῆρας
-
10 αλκτήρες
-
11 ἀλκτῆρες
См. также в других словарях:
αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] … Dictionary of Greek
ἀλκτήρ — one who wards off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρα — ἀλκτήρ one who wards off masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρας — ἀλκτήρ one who wards off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρες — ἀλκτήρ one who wards off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο … Dictionary of Greek