-
1 αλκιμωτάτας
ἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem acc superl plἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem gen superl sg (doric aeolic)ἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem acc superl plἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem gen superl sg (doric aeolic) -
2 ἀλκιμωτάτας
ἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem acc superl plἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem gen superl sg (doric aeolic)ἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem acc superl plἀλκιμωτάτᾱς, ἄλκιμοςstout: fem gen superl sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀλκιμωτάτας — ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος stout fem acc superl pl ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος stout fem gen superl sg (doric aeolic) ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος stout fem acc superl pl ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος stout fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek