-
1 αλκη
дор. ἀλκά ἥ1) мужество, храбрость, отвага Her., Plat., Arst.2) сила, могущество, мощь(μένος καὴ ἀ. Hom.; χερός Pind.; βελέων Soph.; τῶν ἔργων Thuc.)
3) защита, оплот, помощь, спасение(ἀλκήν τινα εὑρεῖν κακῶν Eur.)
οὐδέ τις ἐστ΄ ἀ. Hom. — спасения здесь нет;ποῦ τίς ἀ. ; Aesch. — откуда (придет) помощь?4) схватка, бой, битваπρὸς и ἐς ἀλκέν τρέπεσθαι Her., Thuc., Plut., Diod. — браться за оружие, вступать в бой;
ἐς ἀλκέν ελθεῖν περί τινος Eur. — вступить в борьбу за что-л.5) вооруженные силы, войско(ἀ. μυρία Eur.)
ἥ κατὰ θάλασσαν ἀ. Plut. — военно-морские силы, флот -
2 αλκή
η1) см. άλκη; 2) физическая сила, мощь; 3) крепость духа, смелость -
3 άλκή
η лось -
4 ἀλκή
храбрость, сила -
5 αλκα
-
6 αλξ
-
7 ασπετος
2[εἰπεῖν] невыразимый, несказанный, т.е. безмерный, огромный(ῥόος Ὠκεανοῖο, κυδοιμός, ἀλκή, κλέος Hom.; φωνή HH.; θαῦμα Soph.; δρυὸς ἔρνος Eur.; πῦρ Plut.)
-
8 εφοδιαζω
ион. ἐποδιάζω1) снабжать припасами на дорогу, снаряжать в путь(τινά Her., Plut.)
; med. доставлять для себя продовольствие, получать продовольственное снабжение(ἐκ τῆς πόλεως Polyb.)
2) снабжать, снаряжать, обеспечивать(τινὰ ἀλκῇ καὴ ὅπλοις Diod.; τινά τινι πρὸς τέν στρατείαν Plut.)
3) med. заставлять выдать, распорядиться дать4) поддерживать, поощрять(ἀργίαν, τέν ἀπείθειαν Plut.)
-
9 εωθινος
-
10 ηνορεη
дор. ἀνορέα ἥ [ἀνήρ] мужественность, мужество, доблесть(ἀλκή τ΄ ἠ. Hom.)
ἱπποσύνῃ τε καὴ ἠνορέῃφι (эп. dat.) πεποιθώς Hom. — понадеявшись на уменье править конями и на (свою) доблесть -
11 θουρις
-
12 θουρος
-
13 Ιωκη
ἥ Погоня ( олицетворение военного преследования)ἐν δ΄ Ἔρις, ἐν δ΄ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή Hom. — (на эгиде Зевса были изображены) Раздор, Мощь и грозная Погоня
-
14 μενος
- εος τό1) сила, мощь(μ. καὴ γυῖα, μ. τε καὴ ἀλκή Hom.)
2) стремительность, неукротимость, ярость(λέοντος, ἵππων, ἔγχεος, ποταμῶν Hom.; πυρός Aesch.; χειμῶνος Eur.)
χαλινῶν μ. Aesch. — крепкая узда3) гнев, злоба, бешенство(Ἄρηος Hom.; ὀργῆς καὴ μένους ἐμπλήμενος Arph.)
μένεα πνείοντες Hom. — исполненные боевого духа;μ. καὴ θάρσος Hom. — неукротимая отвага4) жизненная сила, жизньψυχή τε μ. τε Hom. — жизненные силы, жизнь
5) кровь ( как источник силы и гнева)(μέλαν μ. Soph.)
αἱματηρὸν μ. Aesch. — струя крови6) намерения, мысль: , τῶν μ. αἰὲν ἀτάσθαλον Hom. троянцы, чьи замыслы всегда преступны; ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Hom. разрушитель моих замыслов7) описательно в знач. душа, суть, сущность не переводитсяμ. Ἕκτορος Hom. = Ἕκτωρ;
μένεα ἀνδρῶν Hom. = ἄνδρες;αἰθέριον μ. Emped. = αἰθήρ -
15 μεταπλασμος
-
16 παρομοιος
2 и 3довольно похожий, сходный, приблизительно одинаковыйκαὴ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα NT. — и тому подобное;πρὸς τοὺς Πελοποννησίους π. ἀλκή Thuc. — сила, приблизительно равная силе пелопоннесцев;παρόμοιοι τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν Xen. — почти равные по численности грекам -
17 πυρπνεων
-
18 φλοξ
φλογός ἥ1) пламя(πῦρ καὴ φ., ἀσβέστη φ., φλογὴ εἴκελος ἀλκή Hom.)
πυρὸς φ. Eur. — пламя костра;κεραυνία φ. Aesch. — молния;μηρίων φ. Soph. — пламя, охватившее бедра (жертвенных животных);φ. ἡλίου Soph. — солнечный жар;φ. πήματος Soph. — пламя беды, т.е. страшное несчастье;φ. οἴνου Eur. — пламя, т.е. крепость вина2) огненное тело, метеор(αἱ φλόγες καὴ οἱ ἀστέρες Arst.)
-
19 χρυσοδετος
2оправленный в золото, отделанный золотом(σφρηγίς Her.; κέρας Soph., Plut.; περόναι Eur.)
χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. — золотые силки, т.е. украшения женщин;χ. σώματος ἀλκή Eur. — отделанные золотом доспехи
См. также в других словарях:
άλκη — άλκη, η και αλκή, η είδος μεγάλου ελαφιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀλκῇ — Ἀλκή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκή — strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλκη — elk fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλκῃ — ἄλκη elk fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
αλκή — η σωματική και ψυχική δύναμη: Στα περσικά στίφη οι Έλληνες αντέταξαν την αλκή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλκῇ — ἀλκάζω put forth strength fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλκή strength fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλκη ή αλκή — Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα … Dictionary of Greek
άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek