Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀλκήεις

См. также в других словарях:

  • αλκήεις — ἀλκήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλκή] 1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος 2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός 3. καρτερικός, ανθεκτικός …   Dictionary of Greek

  • ἀλκήεις — valiant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντα — ἀλκήεις valiant neut nom/voc/acc pl ἀλκήεις valiant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντας — ἀλκήεις valiant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντες — ἀλκήεις valiant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντι — ἀλκήεις valiant masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντος — ἀλκήεις valiant masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεσσαν — ἀλκήεις valiant fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αλκάς — ἀλκάς ( ᾱντος), ο (Α) δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις* …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»