-
1 αλκήεις
-
2 ἀλκήεις
-
3 ἀλκήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλκήεις
-
4 αλκήεντα
-
5 ἀλκήεντα
-
6 αλκάεντας
-
7 ἀλκάεντας
-
8 αλκάεσσα
-
9 ἀλκάεσσα
-
10 αλκήεντας
-
11 ἀλκήεντας
-
12 αλκήεντες
-
13 ἀλκήεντες
-
14 αλκήεντι
-
15 ἀλκήεντι
-
16 αλκήεντος
-
17 ἀλκήεντος
-
18 αλκήεσσαν
-
19 ἀλκήεσσαν
-
20 ἀλκᾶς
A v. ἀλκήεις. [full] ἄλκασμα, τό, in pl., deeds of prowess, S.Ichn. 247.
См. также в других словарях:
αλκήεις — ἀλκήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλκή] 1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος 2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός 3. καρτερικός, ανθεκτικός … Dictionary of Greek
ἀλκήεις — valiant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεντα — ἀλκήεις valiant neut nom/voc/acc pl ἀλκήεις valiant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεντας — ἀλκήεις valiant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεντες — ἀλκήεις valiant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεντι — ἀλκήεις valiant masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεντος — ἀλκήεις valiant masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκήεσσαν — ἀλκήεις valiant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αλκάς — ἀλκάς ( ᾱντος), ο (Α) δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις* … Dictionary of Greek
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek