Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλιτροσύνη

См. также в других словарях:

  • αλιτροσύνη — ἀλιτροσύνη, η (Α) [ἀλιτρός] η ἀλιτρία* …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτροσύνη — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροσύνας — ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτροσύναι — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc pl ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτρία sinfulness fem dat sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτροσύνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροσύναις — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl ἀλιτροσύνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροσύνην — ἀλιτρία sinfulness fem acc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροσύνης — ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροσύνῃσι — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl (epic ionic) ἀλιτροσύνη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»