-
1 αλιτηρος
-
2 αλιτηρός
-
3 ἀλιτηρός
-
4 ἀλιτηρός
-
5 ἀλιτηρός
ἀλιτ-ηρός, όν,A = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC 371.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλιτηρός
-
6 ἀλιτρός
ἀλιτρός, = ἀλιτηρός, ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαϑῇσιν, σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός. ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός, Od. 5, 182 μείδησεν δὲ Καλυψώ –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; – Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; ϑυμός Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος τοκεύς Opp. C. 3, 230.
-
7 ἀλοιτηρός
-
8 ἀλίτριος
-
9 αλιτηρού
-
10 ἀλιτηροῦ
-
11 ἀλιτρός
ἀλῑτρός, όν,A = ἀλιτηρός, sinful, wicked, Il.8.361, Thgn.377, Sol.13.27; also in late Prose, PPar.63.95 (ii B. C.): neut. Pl., ἀλιτρά, τά, sins, Pi.O.2.59: as Subst., δαίμοσιν ἀλιτρός sinner against the gods, Il.23.595, cf. Theoc.10.17, Call.Ap.2, etc.; knave, Od.5.182; fem.,ἀλιτρῆς ἀλώπεκος Semon.7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλιτρός
-
12 ἀλοιτηρός
ἀλοιτηρός, v. sub ἀλιτηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλοιτηρός
См. также в других словарях:
αλιτηρός — ἀλιτηρός, όν (Α) [ἀλιταίνω] ο ἀλιτήριος* … Dictionary of Greek
ἀλιτηρός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηροῦ — ἀλιτηρός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek
αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* … Dictionary of Greek