Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλιτηρός

См. также в других словарях:

  • αλιτηρός — ἀλιτηρός, όν (Α) [ἀλιταίνω] ο ἀλιτήριος* …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτηρός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτηροῦ — ἀλιτηρός masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… …   Dictionary of Greek

  • αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»