-
1 αλιτάνευτος
-
2 ἀλιτάνευτος
-
3 ἀλιτάνευτος
ἀλιτάνευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλιτάνευτος
-
4 αλιτανεύτως
ἀλιτάνευτοςinexorable: adverbialἀλιτάνευτοςinexorable: masc /fem acc pl (doric)ἀλλιτάνευτοςinexorable: adverbialἀλλιτάνευτοςinexorable: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀλιτανεύτως
ἀλιτάνευτοςinexorable: adverbialἀλιτάνευτοςinexorable: masc /fem acc pl (doric)ἀλλιτάνευτοςinexorable: adverbialἀλλιτάνευτοςinexorable: masc /fem acc pl (doric) -
6 αλιτάνευτε
-
7 ἀλιτάνευτε
-
8 ἀλλιτάνευτος
A inexorable, AP7.483.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλιτάνευτος
См. также в других словарях:
ἀλιτάνευτος — inexorable masc/fem nom sg ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτάνευτος — η, ο (Α ἀλιτάνευτος, ον) [λιτανεύω] νεοελλ. 1. (για άγιες εικόνες ή ιερά αντικείμενα) αυτός που δεν λιτανεύθηκε, που δεν τόν περιέφεραν σε λιτανεία 2. αυτός που δεν τόν ικέτευσαν, δεν τόν παρακάλεσαν με λιτανεία αρχ. απρόσιτος σε παρακλήσεις,… … Dictionary of Greek
αλιτάνευτος — η, ο 1. αυτός (εικόνα, ιερό κειμήλιο κτλ.) που δεν τον γύρισαν λιτανεία: Η εικόνα του αγίου δεν έμεινε καμιά χρονιά αλιτάνευτη. 2. αυτός που δεν τον παρακάλεσαν με λιτανεία: Για να βρέξει δεν άφησαν άγιο αλιτάνευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλιτανεύτως — ἀλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) ἀλλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτάνευτε — ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)