-
1 αλισγώ
ἀλισγέωpollute: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀλισγέωpollute: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀλισγῶ
ἀλισγέωpollute: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀλισγέωpollute: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… … Dictionary of Greek
ἀλισγῶ — ἀλισγέω pollute pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλισγέω pollute pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίσγημα — ἀλίσγημα, το (Α) [ἀλισγῶ] μόλυνση από απαγορευμένη τροφή, μίασμα από θυσία ειδωλολατρών … Dictionary of Greek