-
1 αλινδήσεσι
-
2 ἀλινδήσεσι
См. также в других словарях:
ἀλινδήσεσι — ἀλίνδησις rolling in dust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλινδήσεσι
2 ἀλινδήσεσι
ἀλινδήσεσι — ἀλίνδησις rolling in dust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)