Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλιγύγλωσσος

См. также в других словарях:

  • αλιγύγλωσσος — ἀλιγύγλωσσος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + γλωσσος < γλῶσσα] …   Dictionary of Greek

  • ἀλιγυγλώσσῳ — ἀλιγύγλωσσος with no clear voice masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀλιγυγλώσσωι — ἀλιγυγλώσσῳ , ἀλιγύγλωσσος with no clear voice masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»