-
1 ἀλθήσκω
-
2 ἀλθήσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλθήσκω
-
3 ἀγρήσκεται
Meaning: πικραίνεται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: It is suggested that it stands for ἀγρίσκεται and derives from ἄγριος; cf. ἀλθίσκω \/ ἀλθήσκω. Semantically not convincing.Page in Frisk: 1,16Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγρήσκεται
См. также в других словарях:
αλθήσκω — ἀλθήσκω και ἀλθίσκω (Α) παράλληλοι τύποι τού ρήματος ἀλθαίνω … Dictionary of Greek
αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… … Dictionary of Greek