Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλητήρ

См. также в других словарях:

  • αλητήρ — ἀλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) ονομασία χορού στην Ιθάκη και τη Σικυώνα …   Dictionary of Greek

  • ἀλητήρ — dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»