-
1 Αλήτου
-
2 Ἀλήτου
-
3 αλητού
-
4 ἀλητοῦ
-
5 αλήτου
-
6 ἀλήτου
См. также в других словарях:
ἀλητοῦ — ἀλετός grinding masc gen sg ἀλητός to grind masc/neut gen sg ἀλητός to grind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήτου — Ἀλήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήτου — ἄλητον meal neut gen sg ἀλήτης wanderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)