-
1 αλησία
ἀλησίᾱ, ἀλησίαtruce: fem nom /voc /acc dualἀλησίᾱ, ἀλησίαtruce: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλησίᾱͅ, ἀλησίαtruce: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αλήσια
-
3 ἀλήσια
-
4 ἀλησία
ἀλησία, ἡ, -
5 ἀλησία
Βλ. λ. αλησία -
6 ἀλησίᾳ
Βλ. λ. αλησία -
7 αλησίας
-
8 ἀλησίας
-
9 αλησίαν
-
10 ἀλησίαν
См. также в других словарях:
ἀλησία — ἀλησίᾱ , ἀλησία truce fem nom/voc/acc dual ἀλησίᾱ , ἀλησία truce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλησίᾳ — ἀλησίᾱͅ , ἀλησία truce fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήσια — ἀλήσιον truce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλησίας — ἀλησίᾱς , ἀλησία truce fem acc pl ἀλησίᾱς , ἀλησία truce fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλησίαν — ἀλησίᾱν , ἀλησία truce fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)