-
1 ἈΛέω
ἈΛέω ( molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος σῖτος Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσϑείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich βίος ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφϑονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. ἀλήϑω.
См. также в других словарях:
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek