-
1 αληθινώτατος
-
2 ἀληθινώτατος
См. также в других словарях:
ἀληθινώτατος — ἀληθινός agreeable to truth masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αληθινώτατος
2 ἀληθινώτατος
ἀληθινώτατος — ἀληθινός agreeable to truth masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)