-
1 ἀλείτης
A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:— ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. [full] ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλείτης
См. также в других словарях:
νηλείτις — νηλεῑτις, ἡ (Α) αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»] … Dictionary of Greek