-
1 αλείσου
-
2 ἀλείσου
-
3 περιστείχω
A go round about, c. acc.,τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277
, cf. AP5.138 (Mel.): abs.,περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13
, dub. in Alc.Com.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστείχω
-
4 ἄλεισον
A cup, goblet, = δέπας (Ath.11.783a),χρύσειον Il.11.774
, Od.3.50, al.;περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet.1.1.13
:—masc. [full] ἄλεισος Ar.Fr. 623.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλεισον
См. также в других словарях:
ἀλείσου — ἄλεισον cup neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)