-
1 αλείπτη
-
2 ἀλείπτῃ
См. также в других словарях:
ἀλείπτῃ — ἀλείπτης anointer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειπτικός — ή, ό (Α ἀλειπτικός) [ἀλείπτης] νεοελλ. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη* 2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη τού αλείπτη … Dictionary of Greek
αλειφόβιος — ἀλειφόβιος, ον (Α) 1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση τού επαγγέλματος τού αλείπτη* 2. φτωχός, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω + βίος] … Dictionary of Greek