Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλείπτω

См. также в других словарях:

  • ἀλειπτῷ — ἀλειπτός anointed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείπτω — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀλείπτης anointer masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλειπτώ — έω, Α (για αθλητή) μού αρέσει να αλείφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που αλείφει τους αθλητές με λάδι» (< ἀλείφω)] …   Dictionary of Greek

  • χειραλειπτώ — έω, Α προετοιμάζομαι για πάλη αλείφοντας τα χέρια μου με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που άλειφε τους αθλητές με λάδι, γυμναστής» (< ἀλείφω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»