-
1 αλεία
ἀλείᾱ, ἀλείαwandering about: fem nom /voc /acc dualἀλείᾱ, ἀλείαwandering about: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλείᾱͅ, ἀλείαwandering about: fem dat sg (attic doric aeolic)——————ἁλείᾱ, ἁλείαfem nom /voc /acc dualἁλείᾱ, ἁλείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἁλείᾱͅ, ἁλείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλεία
ἀλεία, ἡ, das Umherirren, VLL.
-
3 ἁλεία
-
4 αλεια
-
5 ἀλεία
-
6 ἁλεία
ἁλεία, ἡ, -
7 ἁλεία
-
8 ἀλεία
-
9 ἀλεία
Βλ. λ. αλεία -
10 ἀλείᾳ
Βλ. λ. αλεία -
11 ἁλεία
Βλ. λ. αλεία -
12 ἁλείᾳ
Βλ. λ. αλεία -
13 αλειά
η см. αλιεία -
14 αλείας
-
15 ἁλείας
-
16 αλείαν
-
17 ἁλείαν
-
18 ἁλιεία
-
19 Ἡλίεια
См. также в других словарях:
ἀλεία — ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc/acc dual ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλεία — ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc/acc dual ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεία — ἁλεία, η (Α) η αλιεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία ὑγεία. ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά] … Dictionary of Greek
ἀλείᾳ — ἀλείᾱͅ , ἀλεία wandering about fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλείᾳ — ἁλείᾱͅ , ἁλεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειά — η [ἁλεία] η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά … Dictionary of Greek
ἁλείας — ἁλείᾱς , ἁλεία fem acc pl ἁλείᾱς , ἁλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλείαν — ἁλείᾱν , ἁλεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek