-
1 ἀλεύρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεύρινος
-
2 αλεύρινον
-
3 ἀλεύρινον
См. также в других словарях:
αλεύρινος — η, ο (Α ἀλεύρινος, ον) [ἄλευρον] ο φτιαγμένος από αλεύρι, αλευρένιος … Dictionary of Greek
ἀλεύρινον — ἀλεύρινος made of masc/fem acc sg ἀλεύρινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… … Dictionary of Greek
αλευρένιος — α, ο [αλεύρι] ο αλεύρινος … Dictionary of Greek
αλευρίτικος — η, ο [αλεύρι] από αλεύρι, αλεύρινος … Dictionary of Greek