Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλεύρινος

См. также в других словарях:

  • αλεύρινος — η, ο (Α ἀλεύρινος, ον) [ἄλευρον] ο φτιαγμένος από αλεύρι, αλευρένιος …   Dictionary of Greek

  • ἀλεύρινον — ἀλεύρινος made of masc/fem acc sg ἀλεύρινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • αλευρένιος — α, ο [αλεύρι] ο αλεύρινος …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτικος — η, ο [αλεύρι] από αλεύρι, αλεύρινος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»