-
1 αλευόμενοι
-
2 ἀλευόμενοι
-
3 ἀλέω
ἀλέω (W. ἈΛΥ, mit Guna ἈΛΑΥ, mit Umlaut ἈΛΕΥ das Υ ausgestoßen ἈΛΕ, vgl. ΧΥ, κέχυκα, κέχυμαι, ἐχύϑην, χύσις, χεύω, ἔχευα, χέω, ἔχεα; verwandt ἀλύσκω, ἀλυσκάζω, ἀλύω, ἀλεείνω, ἀλέη, ἄλη, ἀλάομαι); abwenden, bes. Unheil, Aesch. ἄλευ' ὦ δᾶ Prom. 567, wo auch ἀλεῦ, zsg. aus ἀλέου geschrieben wird; ϑεοὶ ἀλεύσατε κακόν Spt. 87, absol. ἄλευσον 128; ὕβριν Suppl. 523; Soph. nach B. A. 383 ἀλεύσω ἀντὶ τοῠ φυλάξω. – Häufiger med., vermeiden, praes. ἀλέομαι in der Form ἀλεῦμαι Theogn. 575; ἀλεύμενος Simonds. mul. 61; ἀποτροπάδην ἀλέονται Opp. Hal. 5, 432; ἀλευόμενοι Hes. O. 553, ἀλευομένης Ap. Rh. 4, 474; vgl. Mus. 36 Ep. ad. 614 (VII, 564);– bei Hom. wohl nur aor. ἀλεύασϑαι u. ἀλέασϑαι; ἀλεύαντο Od. 22, 260, ἀλεύατο κῆρα μέλαινανmehrmals, z. B. Il. 3, 360, augmentirt in dem öfters gebrauchten Versende ἠλεύατο χἀλκεον ἔγχος z. B. Iliad. 13, 184, ἠλεύατο φαίδίμος Ἕκτωρ 22, 274; ἀλευάμενος δόρυ 20, 281; ἀλεύαμενος μῆνιν 5, 444, χόλον 15, 223; dem κτάμενος entgegengesetzt 5, 28; ἀλέασϑαι 13, 436, mit folg. inf. 28, 340. 605, νῆσον ἀλεύασϑαι Od. 12, 269. 274, φϑόγγον 159; Imperativ. ἄλευαι Il. 22, 285, ἀλἐασϑε μύϑους Od. 4, 774; Optat. ἀλέαιτο neben ὑπεκφύγοι 20, 368, ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο Iliad. 20, 147; Conj. ὄφρα ἀλεύεται Od. 14, 400, u. so ist auch wohl Od. 24, 29 zu nehmen, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται, homerisch für οὔ τις ἂν ἀλεύαιτο, conjunct. = optat. potent.; ἀλέηται 4, 396, ἀλεώμεϑα Il. 5, 34. 6, 528; doch können diese Formen auch praes. sein, vgl. ἔκ τ' ἀλέοντο Iliad. 18, 586; – Hesiod. O. 502. 796 Ap. Rh. u. andere ap. D. ἀλεύασϑαι.
-
4 ἀλέομαι
Aἀλευόμενοι Hes. Op. 535
(v. l.),ἀλευμένη Semon.7.61
: [tense] impf. ἀλέοντο ([etym.] ἐξ-) Il.18.586:— chiefly used by Hom. in [tense] aor. ἀλευάμην, v. infr.; inf. ἀλέασθαι, -εύασθαι, Hes. Op. 734, 505; subj.ἀλεύεται Od.14.400
; part.ἀλευάμενος 9.277
, Thgn.400. (Perh. from same Root as ἄλη, ἀλάομαι: ἀλεϝ- as [tense] aor. shows):—avoid, shun, c. acc. rei,ἔγχεα δ' ἀλλήλων ἀλεώμεθα Il. 6.226
, cf. 13.184;ἐμὸν ἔγχος ἄλευαι 22.285
;ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν 3.360
; ;ὄφρα τὸ κῆτος.. ἀλέαιτο 20.147
;κακὸν.. τό κεν οὔτις.. ἀλέαιτο Od.20.368
; : rarely c. acc. pers., : c. inf., avoid doing,λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν Il.23.340
; ἀλεύεται ([dialect] Ep. subj.)ἠπεροπεύειν Od.14.400
.2 abs., flee for one's life, ;οὔτε.. φυγέειν δύνατ' οὔτ' ἀλέασθαι 13.436
;μή πως ἀλέηται Od.4.396
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέομαι
См. также в других словарях:
ἀλευόμενοι — ἀλέομαι avoid pres part mid masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι … Dictionary of Greek
νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] … Dictionary of Greek