-
1 αλετρίδα
-
2 ἀλετρίδα
-
3 ἄκριστιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκριστιν
-
4 ἄκριστιν
Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Kretschmer Glotta 22, 205f. suggested that the suffix - (i)stis is Phrygian; - st- could be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,59Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκριστιν
См. также в других словарях:
αλετρίδα — (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε… … Dictionary of Greek
ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… … Dictionary of Greek