Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλετρίδα

См. также в других словарях:

  • αλετρίδα — (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε… …   Dictionary of Greek

  • ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»