-
1 ἀλεξήτωρ
ἀλεξήτωρ, ορος, ὁ, Ζεύς Soph. O. C. 141, der Retter; Schol. Od. 23, 198.
-
2 ἀλεξήτωρ
См. также в других словарях:
αλεξήτωρ — ἀλεξήτωρ ( ορος), ο (Α) ο ἀλεξητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
ἀλεξῆτορ — ἀλεξήτωρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήτορας — ἀλεξήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek