-
1 εξανεμοω
1) наполнять ветром, надуватьἐξηνεμώθην μωρίᾳ Eur. — я обезумел
2) превращать в ничто, расстраивать(Ἑλένης λέχη Ἀλεξάνδρῳ Eur.)
3) pass. приходить в возбужденное состояние(αἱ ἵπποι ἐξανεμοῦνται Arst.)
4) быть неспособным к деторождению(οὐ κυΐσκονται - sc. αἱ γυναῖκες - διὸ καὴ καλεῖται ἐξανεμοῦσθαι Arst.)
-
2 καταφημιζω
дор. καταφᾱμίζω1) распространять, распускать слух Pind.καταπεφήμισται Polyb. — ходит слух
2) предназначать, посвящать(τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.)
3) бранить, укорять Plut. -
3 προσβιβαζω
(fut. προσβιβάσω - атт. προσβιβῶ)1) приближать, сближать (sc. τὸν Πομπήϊον τῷ Ἀλεξάνδρῳ Plut.)προθυμήσομαι ἡμᾶς προσβιβάσαι Plat. — постараюсь (чтобы нам) подойти ближе к делу;
προσβιβασθῆναι πρὸς τέν ἀλήθειαν Luc. — приблизиться к истине2) приводитьπ. τινὰ κατὰ τὸ εἰκός Plat. — приводить кого-л. к естественному объяснению;
π. τι κατὰ γράμματα Plat. — разложить что-л. на (отдельные) буквы3) приводить к убеждению, убеждать(τῷ λόγῳ τινά Xen.)
4) добавлять, довершатьτὸν κολοφῶνα προσβιβάζων Plat. — в завершение
-
4 συγκαταπολεμεω
-
5 συναποτικτω
одновременно рождать, производить(χρῶμα Plat.)
οἱ συναποτεχθέντες Ἀλεξάνδρῳ τῷ Μακεδόνι Sext. — родившиеся в одно время с Александром Македонским;τοῖς χρηστοῖς ὁμοῦ φαῦλα σ. Plut. — наряду с хорошим давать и дурное
См. также в других словарях:
Ἀλεξάνδρω — Ἀλέξανδρος masc nom/voc/acc dual Ἀλέξανδρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνδρω — ἀλέξανδρος defending men masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀλέξανδρος defending men masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξάνδρῳ — Ἀλέξανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνδρῳ — ἀλέξανδρος defending men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξάνδρωι — Ἀλεξάνδρῳ , Ἀλέξανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνδρωι — ἀλεξάνδρῳ , ἀλέξανδρος defending men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aelius Aristides — (* 26. November 117 in Hadrianoutherai oder Hadrianoi in Mysien; † wohl 181) war ein griechischer Rhetor und Schriftsteller, Vertreter der so genannten „Zweiten Sophistik“. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk 2.1 Epideiktische Re … Deutsch Wikipedia
Ailios Aristeides — Aelius Aristides (* 26. November 117 in Hadrianoutherai oder Hadrianoi in Mysien; † wohl 181) war ein griechischer Rhetor und Schriftsteller, Vertreter der so genannten „Zweiten Sophistik“. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk 2.1 Epideiktische… … Deutsch Wikipedia
επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] … Dictionary of Greek
καταφημίζω — (Α) 1. διαδίδω φήμη 2. αναγγέλλω κάτι 3. διαφημίζω κάποιον, λέγω κάτι για κάποιον 4. (για πρόσ.) είμαι ονομαστός, διάσημος 5. καθοσιώνω, απονέμω ή αφιερώνω κάτι σε κάποιον θεό ή ήρωα («θρόνον Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προσβιβάζω — Α 1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα 2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.) 3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.) 4. (σχετικά… … Dictionary of Greek