-
1 καταφημιζω
дор. καταφᾱμίζω1) распространять, распускать слух Pind.καταπεφήμισται Polyb. — ходит слух
2) предназначать, посвящать(τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.)
3) бранить, укорять Plut. -
2 καταφαμιζω
См. также в других словарях:
καταφημίζω — (Α) 1. διαδίδω φήμη 2. αναγγέλλω κάτι 3. διαφημίζω κάποιον, λέγω κάτι για κάποιον 4. (για πρόσ.) είμαι ονομαστός, διάσημος 5. καθοσιώνω, απονέμω ή αφιερώνω κάτι σε κάποιον θεό ή ήρωα («θρόνον Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
καταφημίσαντα — καταφημίζω spread abroad aor part act neut nom/voc/acc pl καταφημίζω spread abroad aor part act masc acc sg καταφημίζω spread abroad aor part act neut nom/voc/acc pl καταφημίζω spread abroad aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφημισμέναι — καταφημίζω spread abroad perf part mp fem nom/voc pl καταπεφημισμένᾱͅ , καταφημίζω spread abroad perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφημισμένον — καταφημίζω spread abroad perf part mp masc acc sg καταφημίζω spread abroad perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφημισμένων — καταφημίζω spread abroad perf part mp fem gen pl καταφημίζω spread abroad perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφημίζονται — καταφημίζω spread abroad pres ind mp 3rd pl καταφημίζω spread abroad pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφημίσαντες — καταφημίζω spread abroad aor part act masc nom/voc pl καταφημίζω spread abroad aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφήμισται — καταφημίζω spread abroad perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφήμιζεν — καταφημίζω spread abroad imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφήμισαν — καταφημίζω spread abroad aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφήμισε — καταφημίζω spread abroad aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)