-
1 αλεξητηριον
τό средство защиты, охранаἀλεξητήρια πρὸ τῶν ὀμμάτων Xen. — защитные средства для глаз;
ἀλεξητήρια πρός τι Plat. — средства защиты от чего-л. -
2 αλεξητήριον
ἀλεξητήριοςable to keep off: masc acc sgἀλεξητήριοςable to keep off: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀλεξητήριον
ἀλεξητήριοςable to keep off: masc acc sgἀλεξητήριοςable to keep off: neut nom /voc /acc sg -
4 αλεξητήριον
τό1) противоядие; 2) талисман -
5 αλεξητηριος
-
6 αλεξητήριος
ία, ον предохранительный;αλεξητήριον φάρμακον — противоядие
-
7 δήλησις
A mischief,μὴ κλῶπες ἐπὶ δηλήσι φανέωσι Hdt.1.41
, cf. 4.112;ἀλεξητήριον τῆς δ. Thphr.HP7.13.4
; injury of health,ἐπὶ δηλήσι Hp.Jusj.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δήλησις
-
8 ἀλεξητήριος
A able to keep off, defend, or help, esp. as epith. of gods,Ζεὺς ἀ. A.Th.8
; ξύλον ἀ. club for defence, E.HF 470.2 ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), τό, remedy, medicine, Hp.Acut.54; protection, X.Eq.5.6; ἀ. τῆς δηλήσεως charm against.., Thphr.HP7.13.4;ἀ. νούσων Nic.Th.7
, IG9(1).881.3 ([place name] Corcyra);ὄρη ἀ. ὑετῶν Aristid. Or.48(1).11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξητήριος
-
9 ἀλέξιον
ἀλέξιον, τό,A = ἀλεξητήριον, Nic.Th. 702 (v.l. ἀλέξιμον, cf. Phot.), 805, Al.4. [full] ἀλεξίπονος, ον, warding off pain, S.(?)Eleg.7, Carm.Pop.47.10;σοφία Maced.Pae. 10
. [full] ἄλεξις, εως, ἡ, help, EM59.23.IIΚῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.1.34J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξιον
См. также в других словарях:
ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия