-
1 ἀλεξί-μβροτος
ἀλεξί-μβροτος, Menschen schützend, λόγχη Pind. N. 7, 30; πομπαί, Festaufzüge, die Fluch abwenden von den Menschen, P. 5, 91.
-
2 ἀλεξίμβροτος
ἀλεξί-μβροτος, ον,A protecting mortals,λόγχη Pi.N.8.30
; ἀ. πομπαι sacred processions which shield men from ill, Id.P.5.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξίμβροτος
-
3 ἀλεξίμβροτος
ἀλεξί-μβροτος, Menschen schützend; Festaufzüge, die Fluch abwenden von den Menschen
См. также в других словарях:
μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] … Dictionary of Greek
ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… … Dictionary of Greek