Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλεξί-μβροτος

См. также в других словарях:

  • μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»