-
1 ἀλεκτρυονοτρόφος
A cock-feeder, Aeschin.Socr. 14:—also [suff] ἀλεκτρυ-οτρόφος (sic), ὁ, IG5(1).771 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονοτρόφος
-
2 ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυ-όνειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυόνειος
-
3 ἀλεκτρυόνιλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυόνιλον
-
4 ἀλεκτρυονίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονίς
-
5 ἀλεκτρυονοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονοπώλης
-
6 ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυ-ονώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονώδης
-
7 ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυ-οπώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυοπώλιον
-
8 ἀλεκτρυών
2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυών
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий