Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οἰκ-ουρός

См. также в других словарях:

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»