-
1 αλεκτορίδες
-
2 ἀλεκτορίδες
-
3 εὐσωματέω
A to be well-grown, to be strong and lusty, E.Andr. 765, Ar.Nu. 799;ἀλεκτορίδες τὸν χειμῶνα οὐ πάνυ εὐσωματοῦσι Orib.1.3.5
; of trees,εὐ. τοῖς μεγέθεσι Plu.2.641a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσωματέω
-
4 μελανόπτερος
μελᾰνό-πτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόπτερος
-
5 οἰκογενής
οἰκο-γενής, ές,A born in the house, homebred, of slaves, Pl.Men. 82b, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 27, Plb.38.15.3, POxy.48.4 (i A. D.), etc. ;σῶμα γυναικεῖον οἰ. GDI1842
(Delph.), cf. IG9(1).1066 ([place name] Amphissa) ;τὸ γένος οἰ. GDI1859
, 1897, al. ; also ;ἀλεκτορίδες Arist.HA 558b20
;κύων Plu.2.480b
: metaph., μανία οἰ., opp. ἔπηλυς, ib.758e, cf. Ph.1.479.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκογενής
-
6 σέλκες
σέλκες,= ἀλεκτορίδες, Hsch.A s.v. σέρκος. -
7 ἀδρανανικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανανικός
См. также в других словарях:
ἀλεκτορίδες — ἀλεκτορίς hen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίδες» … Dictionary of Greek
σέρκος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών καὶ ἀλεκτορίδες σέλκες» … Dictionary of Greek