-
1 αλείμματα
-
2 ἀλείμματα
-
3 μανωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανωτικός
См. также в других словарях:
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… … Hofmann J. Lexicon universale
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)