-
1 ἀλγηδών
A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac. 394, E.Med.24;ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R. 413b
: pl., Prt. 354b.II of mind, pain, grief. S.OC 514, E.Med.56, Metrod.7 : pl., Phld.D.1.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλγηδών
См. также в других словарях:
λαμπηδόνα — η (AM λαμπηδών, όνος) λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.) νεοελλ. μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα αρχ.… … Dictionary of Greek
σπερηδών — ἡ Α (κατά τον Ησύχ.) «εἴλησις, περιπλοκή». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επίθημα ηδών (πρβλ. αλγ ηδών, τερ ηδών). Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σπειρηδών] … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… … Dictionary of Greek
μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… … Dictionary of Greek
χαιρηδών — όνος, ἡ, Α χαρά, ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. τού χαίρω, κατά το ἀλγ ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)] … Dictionary of Greek
χορόδανον — τὸ, Α το φυτό σφονδύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + δανον, παρεκτεταμένος τ. τού ονοματικού επιθήματος δών, δόνος (πρβλ. ἀλγ ηδών), κατά τη θεματική κλίση (πρβλ. ἐρυθρό δανον, μυρτί δανον), αν και έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε χοιρόδανον με α… … Dictionary of Greek