-
1 αλγεινως
-
2 δηλος
1) видимый, заметный(σῆμα Hom.; ἴχνη Xen.)
2) ясный, явный, очевидныйδῆλον ποιεῖν Thuc., Arst. — делать очевидным, доказывать;
δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων Soph. — ясно, что ему больно;δ. ὁρᾶσθαι τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν Eur. — ясно видно, что он из рода Танталидов;δ. ἦν πᾶσιν ὅτι … Xen. — для всех было очевидно, что он … -
3 ηστικως
См. также в других словарях:
ἀλγεινῶς — ἀλγεινός painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀλγεινῶς — ἀλγεινῶς , ἀλγεινός painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
люте — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. δεινῶς) тяжело, жестоко; свирепо; дурно, порочно,… … Словарь церковнославянского языка
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek