Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀλγεινῶς

См. также в других словарях:

  • ἀλγεινῶς — ἀλγεινός painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀλγεινῶς — ἀλγεινῶς , ἀλγεινός painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • люте — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  нареч. (греч. δεινῶς) тяжело, жестоко; свирепо; дурно, порочно,… …   Словарь церковнославянского языка

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»