Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλγέων

См. также в других словарях:

  • ἀλγέων — ἄλγος pain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) …   Dictionary of Greek

  • πάγκλαυστος — και πάγκλαυτος, ον (Α) 1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.) 2. (με ενεργ σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλαυ(σ)τός… …   Dictionary of Greek

  • παραψυχή — και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον. β. «ἔχε δή τιν ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ ε ψύχ ην, αόρ. β τού παραψύχω (πρβλ. ανα ψυχή, κατα ψυχή)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»