-
1 αλαωτύς
-
2 ἀλαωτύς
-
3 αλαωτυς
-
4 ἀλαωτύς
-
5 ἀλαωτύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλαωτύς
-
6 ἀλαωτύς
-
7 ἀλαωτύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωτύς
-
8 ἀ-εικέλιος
ἀ-εικέλιος, α, ον, Od. 19, 341 ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ; unziemlich, schmählich, πληγαί Od. 4, 244, ἄλγος 14, 32, ἀλαωτύς 9, 503; dah. schlecht, gering, δίφρος 20. 259 (Apoll. Lex. εὐτελής), χιτών 24, 228, u. so von dem zum Bettler verwandelten Odysseus 13, 402, unansehnlich, vgl. 6, 242; so δέμας Eur. Andr. 131. – Adv. Od. 8, 231.
-
9 αλαωτύν
-
10 ἀλαωτύν
См. также в других словарях:
αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση … Dictionary of Greek
ἀλαωτύς — ἀλαωτύ̱ς , ἀλαωτύς blinding fem acc pl ἀλαωτύς blinding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαωτύν — ἀλαωτύς blinding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek