-
1 ἀ-λαστέω
См. также в других словарях:
ἀλαστήσας — ἀλαστήσᾱς , ἀλαστέω to be full of wrath aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ἀ-λαστέω
ἀλαστήσας — ἀλαστήσᾱς , ἀλαστέω to be full of wrath aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)