Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλαπαδνός

См. также в других словарях:

  • αλαπαδνός — ἀλαπαδνός, ή, όν (Α) αυτός που εξαντλείται που καταβάλλεται εύκολα, ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. ρ. ἀλαπάζω*, με ανάπτυξη τού προσφύματος –δ αναλογικά προς επίθετα, όπως ἀκιδνός «ασθενής, αδύνατος», σμερδνός «φοβερός, φρικτός», κεδνός «επιμελής… …   Dictionary of Greek

  • ἀλαπαδνός — easily exhausted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνότερον — ἀλαπαδνός easily exhausted adverbial comp ἀλαπαδνός easily exhausted masc acc comp sg ἀλαπαδνός easily exhausted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνῶν — ἀλαπαδνός easily exhausted fem gen pl ἀλαπαδνός easily exhausted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνόν — ἀλαπαδνός easily exhausted masc acc sg ἀλαπαδνός easily exhausted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδναί — ἀλαπαδνός easily exhausted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνοτάτῳ — ἀλαπαδνός easily exhausted masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνοί — ἀλαπαδνός easily exhausted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνῆς — ἀλαπαδνός easily exhausted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνῶ — ἀλαπαδνός easily exhausted masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαπαδνότεροι — ἀλαπαδνός easily exhausted masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»