Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀλαοί

См. также в других словарях:

  • ἀλαοί — ἀλαός not seeing masc/fem nom/voc pl ἀλαόω bringing forth young blind pres subj mp 2nd sg ἀλαόω bringing forth young blind pres ind mp 2nd sg ἀλαόω bringing forth young blind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»