-
1 αλαζόν
-
2 ἀλαζόν
-
3 αλαζόν'
ἀλαζόνα, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem acc sgἀλαζόνι, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem dat sgἀλαζόνε, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem nom /voc /acc dual -
4 ἀλαζόν'
ἀλαζόνα, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem acc sgἀλαζόνι, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem dat sgἀλαζόνε, ἀλαζώνwanderer about country: masc /fem nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ἀλαζόν — ἀλαζών wanderer about country masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόν' — ἀλαζόνα , ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg ἀλαζόνι , ἀλαζών wanderer about country masc/fem dat sg ἀλαζόνε , ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek