Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλαζόνα

См. также в других словарях:

  • ἀλαζόνα — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόν' — ἀλαζόνα , ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg ἀλαζόνι , ἀλαζών wanderer about country masc/fem dat sg ἀλαζόνε , ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гърдыи — (115) пр. 1. Непокорный, дерзкий: изгна… злаго и пронырливаго. и гордаго лестьца. лжаго вл(д)ку Феѡдорца. из Володимерѩ ѿ ст҃ы˫а Б҃цѩ. ЛЛ 1377, 119 (1169); то же ЛИ ок. 1425, 197 (1172); и видѣвъ г(с)ь гордыи ѥго ѹмъ. възметь свои ѿ него талантъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αλαζονικός — ή, ό (Α ἀλαζονικός, ή, όν) [ἀλαζών] αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης νεοελλ. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν η αλαζονεία* …   Dictionary of Greek

  • αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …   Dictionary of Greek

  • εκτυφώ — ἐκτυφῶ ( όω) (Α) 1. εξαπατώ, αποπλανώ, εμπαίζω 2. κάνω κάποιον αλαζόνα, επηρμένο 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτυφοῡμαι εξαφανίζομαι μεταβαλλόμενος σε καπνό …   Dictionary of Greek

  • εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …   Dictionary of Greek

  • μακροπτύστης — μακροπτύστης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που φτύνει σε μεγάλη απόσταση 2. σκωπτική ονομασία για άνθρωπο αλαζόνα, υπερφίαλο («καὶ τοῡτο ἐπὶ τῶν κούφως φερομένων καὶ ἀλαζόνων φησὶ τὸ μὴ εἰς τὸν κόλπον πτύειν, οὓς καὶ διὰ τοῡτο ἡ συνήθεια μακροπτύστας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»