Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλίτῃ

См. также в других словарях:

  • ἀλίτηι — ἀλίτῃ , ἀλίτης masc dat sg (attic epic ionic) ἀλίτῃ , ἀλιταίνω sin aor subj mp 2nd sg ἀλίτῃ , ἀλιταίνω sin aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειικό ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά, συχνά, μαζί με ανυδρίτη και αλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • εβαπορίτης — Ιζηματογενές πέτρωμα, μη κλαστικό, του οποίου τα συστατικά έχουν καταβυθιστεί κατά την εξάτμιση ενός υδατικού διαλύματος. Οι πιο συνηθισμένοι ε. είναι το αλάτι (αποτελείται από το ορυκτό αλίτη, NaCl), ο γύψος (αποτελείται από το ορυκτό θειικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»