-
1 αληλεκα
-
2 αλεω
(ᾰ) (эп. aor. ἄλεσσα, pf. ἀλήλεκα; pf. pass. ἀλήλεσμαι или ἀλήλεμαι) молоть Hom., Plut., Arph., Anth.σῖτος ἀληλεσμένος Her., Thuc.; — молотый хлеб
См. также в других словарях:
ἀλήλεκα — ἀλέω grind perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)