-
1 αλαμπετος
2лишенный блеска, темный, мрачный(ἀήρ HH. с ᾱλ; γῆς βάθρον Soph.)
σκότος ἀλάμπετον Anth. — непроглядная тьма -
2 αλυπητος
21) не знающий горя, беспечальный(βίος Soph.)
2) освобождающий от печалей(γῆς βάθρον Soph. - v. l. ἀλάμπετος)
См. также в других словарях:
αλάμπετος — ἀλάμπετος, ον (Α) [λάμπω] 1. ο δίχως φως, σκοτεινός 2. άσημος, άδοξος … Dictionary of Greek
ἀλάμπετος — without light masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάμπετον — ἀλάμπετος without light masc/fem acc sg ἀλάμπετος without light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)