Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκύρῳ

  • 1 ακυρώ

    ἀκυρόω
    cancel: pres subj act 1st sg
    ἀκυρόω
    cancel: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > ακυρώ

  • 2 ἀκυρῶ

    ἀκυρόω
    cancel: pres subj act 1st sg
    ἀκυρόω
    cancel: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > ἀκυρῶ

  • 3 ακύρω

    ἄκυρον
    incorrect phraseology: neut dat sg
    ἀκύ̱ρῳ, ἄκυρος
    without authority: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ακύρω

  • 4 ἀκύρῳ

    ἄκυρον
    incorrect phraseology: neut dat sg
    ἀκύ̱ρῳ, ἄκυρος
    without authority: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἀκύρῳ

  • 5 расторгать

    расторгать
    несов, расторгнуть сов διαλύω, ἀκυρώνω, ἀκυρώ, διαρρηγνύω:
    \расторгать брак διαλύω γάμο· \расторгать договор διαλύω (или ἀκυρώνω) συμβόλαιο· \расторгать соглашение ἀκυρώ τήν συμφωνία[ν], ἀκυρώ τό σύμφω-νο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > расторгать

  • 6 договор

    договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
    * * *
    м
    το σύμφωνο, το συμφωνητικό; το συμβόλαιο ( контракт); συμφωνία ( соглашение); η συνθήκη ( пакт)

    заключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία

    коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση

    трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση

    догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας

    Русско-греческий словарь > договор

  • 7 контракт

    контракт
    м τό συμβόλαιο[ν], τό συμ-φωνητικό[ν], τό κοντράτο[ν]:
    заключать (расторгать^ \контракт κλείνω (ἀκυρῶ) συμβόλαιο· подписывать \контракт ὑπογράφω συμφωνητικό.

    Русско-новогреческий словарь > контракт

  • 8 отменить

    отменить
    сов, отменять несов καταργώ (закон, положение)/ αίρω (ограничения, пошлины и. т. п.)/ ἀναιρώ, ἀνακαλώ (распоряжение и т. п.)/ ἀκυρώ, ἀκυρώνω (приговор и т. п.)/ ἀναβάλλω (заседание, спектакль и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > отменить

  • 9 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

См. также в других словарях:

  • ακυρώ — ἀκυρῶ ( όω) (Α) βλ. ακυρώνω …   Dictionary of Greek

  • ἀκυρῶ — ἀκυρόω cancel pres subj act 1st sg ἀκυρόω cancel pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύρῳ — ἄκυρον incorrect phraseology neut dat sg ἀκύ̱ρῳ , ἄκυρος without authority masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ακύρωση — Η κήρυξη της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως α. διαδικασίας και σημαίνει θεσμό της ποινικής δικονομίας, ανάλογο προς την ανακοπή. Τέλος, το μέσο με το οποίο ζητείται από το Συμβούλιο Επικρατείας να ακυρώσει μια… …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • παρακυρώ — όω, Α ακυρώνω, καταργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκυρῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»