Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκύρωσις

См. также в других словарях:

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ακύρωση — Η κήρυξη της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως α. διαδικασίας και σημαίνει θεσμό της ποινικής δικονομίας, ανάλογο προς την ανακοπή. Τέλος, το μέσο με το οποίο ζητείται από το Συμβούλιο Επικρατείας να ακυρώσει μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»