-
1 ακύμονα
ἀκύ̱μονα, ἀκύμαντοςnot washed by waves: neut nom /voc /acc plἀκύ̱μονα, ἀκύμαντοςnot washed by waves: masc /fem acc sgἀκύ̱μονα, ἀκύμωνneut nom /voc /acc plἀκύ̱μονα, ἀκύμωνmasc /fem acc sg -
2 ἀκύμονα
ἀκύ̱μονα, ἀκύμαντοςnot washed by waves: neut nom /voc /acc plἀκύ̱μονα, ἀκύμαντοςnot washed by waves: masc /fem acc sgἀκύ̱μονα, ἀκύμωνneut nom /voc /acc plἀκύ̱μονα, ἀκύμωνmasc /fem acc sg
См. также в других словарях:
ἀκύμονα — ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc sg ἀκύ̱μονα , ἀκύμων neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω … Dictionary of Greek