-
1 ακόσμητος
-
2 ἀκόσμητος
-
3 ακοσμητος
21) неупорядоченный, неблагоустроенный(ψυχή Plat.)
2) неукрашенный, ненаряженный(γύναιον Luc.)
3) неснабженныйχρήμασιν ἀ. Xen. — неимущий, бедный
4) лишенный средств защиты, беззащитный(τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.)
-
4 ακόσμητος
η, ο [ος, ον ]1) неукрашенный, ненаряженный; неотделанный; 2) без украшений, без прикрас (о литературном произведении) -
5 ἀκόσμητος
2 of style, unadorned, D.H.Th.23, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκόσμητος
-
6 ἀκόσμητος
ἀ-κόσμητος, ungeschminkt; nicht mit dem Nötigen versehen; ungeordnet -
7 ακοσμήτως
-
8 ἀκοσμήτως
-
9 ακόσμητον
-
10 ἀκόσμητον
-
11 ἀν-επί-ξεστος
ἀν-επί-ξεστος, nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
-
12 ακοσμήτοιο
-
13 ἀκοσμήτοιο
-
14 ακοσμήτοις
-
15 ἀκοσμήτοις
-
16 ακοσμήτου
-
17 ἀκοσμήτου
-
18 ακοσμήτους
-
19 ἀκοσμήτους
-
20 ακοσμήτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκόσμητος — unarranged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] … Dictionary of Greek
ακόσμητος — η, ο 1. αστόλιστος: Η αίθουσα ήταν εντελώς ακόσμητη. 2. ανεπιτήδευτος, φυσικός: Το αφήγημα αυτό είναι απλό και ακόσμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοσμήτως — ἀκόσμητος unarranged adverbial ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόσμητον — ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc sg ἀκόσμητος unarranged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτοιο — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτοις — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτου — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτους — ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτων — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen pl ἀκοσμέω to be disorderly pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀκοσμέω to be disorderly pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτῳ — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)